Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εγγράφω στο

  • 1 зачислить

    ρ.σ.μ. συμπεριλαβαίνω στον αριθμό, εγγράφω, καταχωρώ (στο μητρώο, κατάλογο κλπ.)• παίρνω•

    зачислить в институт εγγράφω στο ινστιτούτο•

    зачислить в армию κατατάσσω στο στρατό•

    зачислить на работу παίρνω στη δουλειά (εγγράφω ως εργάτη)•

    зачислить на службу προσλαμβάνω στην υπηρεσία•

    зачислить в штат εγγράφω στο προσωπικό.

    εγγράφομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    είμαι καταχωρημένος•είμαι γραμμένος.

    Большой русско-греческий словарь > зачислить

  • 2 зачислить

    зачислить
    сов, зачислять несов
    1. (в счет платы и т. п.) περνάω (или βάζω) στό λογαριασμό, καταλογίζω·
    2. (вносить в список) καταχωρώ, ἐγγράφω / κατατάσσω (в армию):
    \зачислить в институ́т ἐγγράφω στό Ινστιτούτο· \зачислить в штат προσλαμβάνω στό προσωπικό.

    Русско-новогреческий словарь > зачислить

  • 3 учет

    учет
    м
    1. ὁ ὑπολογισμός, ἡ ἀπογραφή/ ὁ ελεγχος (проверка):
    \учет товаров ἡ ἀπογραφή ἐμπορευμάτων бухгалтерский \учет ὁ λογιστικός ἐλεγχος· вести \учет κρατώ λογαριασμό· производить \учет κάνω ὑπολογισμό, κάνω ἀπογραφή· не поддаваться \учету δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπολογιστεί, εἶναι ἀνυπολόγιστος·
    2. (регистрация) ἡ καταγραφή, ἡ ἐγγραφη στό βιβλίο· брать на \учет ἐγγράφω (στό μητρώο, στον κατάλογο)· стать на \учет ἐγγράφομαι (στό μητρώο, στον κατάλογο)·
    3. фин. (векселей) ἡ προεξόφληση [-ις]· ◊ с \учетом конкретных условий παίρνοντας ὑπ· δψι τίς συγκεκριμμένες συνθήκες.

    Русско-новогреческий словарь > учет

  • 4 учёт

    α.
    1. υπολογισμός, απογραφή καταμέτρηση καταγραφή, καταχώρηση•

    учёт товаров υπολογισμός εμπορευμάτων•

    учёт возможностей υπολογισμός δυνατοτήτων•

    производить учёт κάνω υπολογισμό•

    не поддатся -у είναι ανυπολόγιστος•

    действовать с -ом обстановки ενεργώ ανάλογα με την κατάσταση.

    2. εγγραφή•

    брать (взять) на учёт εγγράφω στο βιβλίο•

    снять с -а διαγράφω από το βιβλίο•

    стоять на -е в милиции είμαι γραμμένος στα υπόψη της αστυνομίας•

    состоять на -е είμαι γραμμένος στο βιβλίο•

    стать на -е εγγράφομαι στο βιβλίο.

    3. (οικον.) η προεξόφληση.

    Большой русско-греческий словарь > учёт

  • 5 μητρώο(ν)

    τό
    1) книга записей; реестр; (поимённый) список, матрикул (уст.); метрическая книга;

    μητρώο(ν) δημοσίων υπαλλήλων — книга для регистрации государственных служащих;

    στρατολογικό μητρώο(ν) — список призывников;

    μητρώο(ν) αρρένων — мобилизационный список, список мужского населения;

    ποινικό μητρώο(ν) — книга регистрации лиц, привлекавшихся к уголовной ответственности;

    έχω λευκό ποινικό μητρώο(ν) — не иметь судимости;

    εγγράφομαι στο μητρώο(ν) — регистрироваться, отмечаться;

    εγγράφω στο μητρώο(ν) — производить метрическую запись; — регистрировать 2) πλ. регистратура

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μητρώο(ν)

  • 6 μητρώο(ν)

    τό
    1) книга записей; реестр; (поимённый) список, матрикул (уст.); метрическая книга;

    μητρώο(ν) δημοσίων υπαλλήλων — книга для регистрации государственных служащих;

    στρατολογικό μητρώο(ν) — список призывников;

    μητρώο(ν) αρρένων — мобилизационный список, список мужского населения;

    ποινικό μητρώο(ν) — книга регистрации лиц, привлекавшихся к уголовной ответственности;

    έχω λευκό ποινικό μητρώο(ν) — не иметь судимости;

    εγγράφομαι στο μητρώο(ν) — регистрироваться, отмечаться;

    εγγράφω στο μητρώο(ν) — производить метрическую запись; — регистрировать 2) πλ. регистратура

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μητρώο(ν)

  • 7 прописать

    ρ.σ.μ.
    1. επιτρέπω τη διαμονή, δίνω άδεια διαμονής εγγράφω στο δημοτολόγιο.
    2. ορίζω, καθορίζω, δίνω (φάρμακο για θεραπεία)•

    прописать хину δίνω κινίνο.

    3. γράφω (για ένα χρον. διάστημα)•

    я -ал до света έγραψα ώσπου έφεξε (ως το πρωί).

    4. σκιτσάρω, σκιαγραφώ.
    5. (απλ.) γράφω στην επιστολή.
    6. (απλ.) τυπώνω.
    7. τιμωρώ, δέρνω, τις βρέχω•

    смотри тебе за это -ут πρόσεξε, γι αυτό θα τις φας απ αυτούς.

    εγγράφομαι στο δημοτολόγιο, παίρνω άδεια διαμονής (σε ενα μέρος).

    Большой русско-греческий словарь > прописать

  • 8 записать

    -пишу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. записанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γράφω•

    записать доклад γράφω την εισήγηση•

    записать адрес γράφω τη διεύθυνση.

    2. εγγράφω (σε ταινία, δίσκο).
    3. εγγράφω σε κατάλογο, πρακτικό κ.τ.τ. записать сына в школу εγγράφω το γιο στο σχολείο•

    -ште это за мною γράψτε το στο λογαριασμό μου.

    || σημειώνω.
    4. γράφω στο όνομα, διαθέτω, κληροδοτώ•

    записать дом на жене γράφω το σπίτι στη γυναίκα.

    5. μουντζουρώνω•

    записать всю страницу каракулями γεμίζω όλη τη σελίδα με ορνιθοσκαλίσματα.

    6. αρχίζω να γράφω κλπ. ρ. βλ. писать.
    1. εγγράφομαι.
    2. παραγράφω, γράφω πολλή ώρα•

    -лся, шея болит παράγραψα, ο λαιμός μου πονά.

    || κουράζομαι από το πολύ γράψιμο• με τραβάει το γράψιμο.

    Большой русско-греческий словарь > записать

  • 9 внести

    -су, -сёшь, παρλθ. χρ. внес, внесла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -сенный, βρ: -сен, -сена, -сено ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα, μπάζω, εισφέρω, είσκομίζω•

    внести вещи в комнату βάζω τα πράγματα στο δωμάτιο.

    2. εγγράφω, καταχωρώ•

    внести в список εγγράφω στον κατάλογο.

    3. πληρώνω•

    внести плату за обучение πληρώνω τα δίδακτρα•

    внести свой долго πληρώνω το μερτικό μου.

    4. (επι)φέρω, προκαλώ•

    внести замешательство φέρω σύγχυση•

    внести разлад в семью φέρω διχόνοια στην οικογένεια.

    5. παρουσιάζω, καταθέτω, προτείνω• υποβάλλω•

    внести предложение κάνω πρόταση•

    -законопроект υποβάλλω νομοσχέδιο.

    εκφρ.
    - ясность – διασαφηνίζω, διαλευκαίνω.
    εισορμώ, εισβάλλω, μπουκάρω.

    Большой русско-греческий словарь > внести

  • 10 вставить

    -влю, -вишь, ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα, μπάζω, εμβάλλω, ενθέτω, τοποθετώ μέσα•

    портрет в раму βάζω το πορτρέτο στο πλαίσιο•

    вставить стекла βάζω (περνώ) τα τζάμια•

    вставить себе зубы βάζω τα δόντια μου.

    2. εισάγω, εγγράφω•

    вставить пропущенное слово εγγράφω παραληφθείσα λέξη.

    μπαίνω, τοποθετούμαι μέσα σε κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > вставить

  • 11 занести

    -есу, -есешь, παρλθ. χρ. занес
    -ела, -ело, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. занесенный, βρ: -сен, -сена, -сено ρ.σ.μ.
    1. φέρω, προσκομίζω•

    друг -нес мне новую книгу ο φίλος μου έφερε καινούργιο βιβλίο•

    судьба меня -ела сюда η τύχη με έφερε εδώ•

    как вас это -сло сюда τι σας έφερε εδώ• πως κι έτσι εδώ.

    2. βάζω, μεταφέρω μέσα•

    занести вещи в комнату βάζω τα πράγματα στο δωμάτιο.

    3. εγγράφω•

    занести в список εγγράφω στον κατάλογο.

    4. βάζω• σηκώνω, υψώνω•

    занести ногу на стремя βάζω το πόδι στον αναβολέα (της σέλας)•

    занести руку для удара οηκώνω το χέρι για να χτυπήσω.

    || εκτρέπω, ρίχνω, πετώ στην άκρη.
    5. σκεπάζω, καλύπτω (με λεπτά σώματα)•

    занести песком σκεπάζω με άμμο.

    || απρόσ. вся дорога -ело песком όλος ο δρόμος σκεπάστηκε με άμμο•

    каким ветром вас сюда -ело? ποιο καράβι σας έβγαλε εδώ.

    Большой русско-греческий словарь > занести

  • 12 переписать

    -пишу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переписанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξαναγράφω• αντιγράφω• μεταγράφω. || ξαναζω-γραφίζω.
    2. εγγράφω, καταγράφω καταχωρώ•

    всех присуствующих εγγράφω όλους τους παρόντες•

    переписать скот в колхозе καταγράφω τα ζώα του κολχόζ.

    3. παλ. μεταγράφω, κάνω μεταγραφή (αλλαγή κυριότητας).
    4. μεταγράφω, μεταφέρω, ρίχνω•

    переписать моряков в пехоту ρίχνω τους ναύτες στο πεζικό.

    μεταγράφομαι, μεταφέρομαι αλλού•

    переписать в другой полк μεταγράφομαι σε άλλο σύνταγμα.

    Большой русско-греческий словарь > переписать

  • 13 провести

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проведенный, βρ: -ден, -дена, -дено.
    1. μ. περνώ, οδηγώ•

    провести ребнка через улицу περνώ το παιδάκι από το δρόμο.

    2. φέρω (πάνω στην επιφάνεια)•

    провести ладонь по лбу περνώ την παλάμηστο μέτωπο.

    3. μ• χαράσσω, τραβώ•

    провести линию τραβώ (περνώ) γραμμή.

    4. εγκατασταίνω•

    провести телефон περνώ τηλέφωνο.

    || κατασκευάζω, φτιάχνω•

    провести канал φτιάχνω διώρυγα.

    5. μ. προβάλλω, προτείνω•

    провести интересную мысль в статье προβάλλω ενδιαφέρουσα ιδέα στο άρθρο.

    || κατορθώνω, πετυχαίνω παραδοχή, αναγνώριση•

    провести предложение περνώ την πρόταση.

    6. καταχωρώ, εγγράφω.
    7. μ. διεξάγω• πραγματοποιώ κάνω•

    провести уборку урожая κάνω συγκομιδή•

    провести репетицию κάνω πρόβα.

    8. μ. περνώ, διαμένω, ζω•

    провести лето в деревне περνώ το καλοκαίρι στο χωριό.

    || περνώ•

    весело провести праздники εύθυμαπερνώ τις γιορτές.

    9. μ. απατώ, ξεγελώ. || διοχετεύω.
    εκφρ.
    провести в жизнь – πραγματοποιώ στη ζωή•
    провести за нос – απατώ μπροστά στα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > провести

  • 14 вносить

    1. (включать, вписывать) καταχωρώ, εγγράφω 2. (платить, делать взнос) συνεισφέρω, καταθέτω, πληρώνω 3. (проект, предложение и т.п.) καταθέτω
    εισηγούμαι
    υποβάλλω, προτείνω
    4. (удобрения) ρίχνω/ρίπτω (λιπάσματα).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вносить

  • 15 проводить

    проводить I
    несов
    1. (вести) ὁδηγώ, πηγαίνω κάποιον, φέρω:
    \проводить кратчайшим путем ὁδηγώ ἀπό τόν συντομώτερο δρό· μο· \проводить суда через льды περνώ τά πλοία ἀνάμεσα στους πάγους·
    2. (чем-л. по чему-л.) περνώ·
    3. (линию и т. ἡ.) χαράζω, χαράσσω, τραβώ:
    \проводить черту́ τραβώ γραμμή, χαρακώνω, χαράσσω γραμμή·
    4. (прокладывать, строить) κατασκευάζω, ἐγκαθιστώ:
    \проводить электричество в дом κάνω ἡλεκτρική ἐγκατάσταση στό σπίτι· \проводить железную дорогу κατασκευάζω σιδηροδρομική γραμμἤ
    5. (выполнять, осуществлять) ἐκτελώ, διενεργώ, διεξάγω:
    \проводить большую работу ἐκτελώ μεγάλη ἐργασία· \проводить опыты κά(μ)νω πειράματα· \проводить собрание διεξάγω συνεδρίαση· \проводить мысль (идею) ἀναπτύσσω γνώμη (ιδέα)· \проводить каку́ю-л. линию перен ἐφαρμόζω κάποια γραμμή· \проводить в жизнь πραγματοποιώ στή ζωή·
    6. (добиваться утверждения) ψηφίζω·
    7. (время и т. п.) διάγω, περνώ:
    весело \проводить праздник περνώ εὐθυμα τή γιορτή·
    8. физ. (тепло и т. п.) μεταβιβάζω·
    9. бухг. ἐγγράφω, καταχωρίζω:
    \проводить по книгам περνώ εἰς τό κατάστιχο.
    проводить II сов см. провожать. проводка ж
    1. (действие) ἡ ἐγκατάσταση·
    2. (провода) τά σύρματα.

    Русско-новогреческий словарь > проводить

  • 16 выставить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ.
    1. βγάζω, αφαιρώ•

    выставить раму из окна βγάζω το πλαίσιο του παραθύρου.

    2. μετακινώ, τοποθετώ αλλού•

    -щкаф в коридор βγάζω τη ντουλάπα στο διάδρομο.

    || μτφ. (απλ.) διώχνω, εκδιώκω• выставить кого-н. из комнаты βγάζω κάποιον έξω από το δωμάτιο. || εκθέτω σε θέα.
    3. προβάλλω, προεκβάλλω•

    грудь προτείνω το στήθος.

    4. βάζω, εκθέτω•

    выставить кандидатуру βάζω υποψηφιότητα•

    выставить требования βάζω τα αιτήματα.

    5. τοποθετώ•

    выставить охрану βάζω φρουρά•

    выставить часовых βάζω σκοπούς.

    6. παρουσιάζω, παραστοάνω•

    выставить в смешном виде παρουσιάζω γελοίου•

    выставить себя ученым παρουσιάζομαι, σαν επιστήμονας.

    7. εγγράφω•

    выставить оценки за четверть βάζω τους μαθητικούς βαθμούς τού τρίμηνου.

    8. παοατάσσω•

    выставить большую армию παρατάσσω πολύ στρατό•

    выставить веские аргументы αραδιάζω σοβαρά επιχειρήματα•

    выставить возражения προβάλλω αντιρρήσεις.

    βγαίνω, προβάλλω, -ομαι•

    из окна -лась лохматая голова από το παράθυρο πρόβαλε αναμαλλιασμένο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > выставить

  • 17 регистрировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.μ.
    1. εγγράφω, καταγράφω καταχωρώ πρωτοκολλώ•

    -делегатов съезда καταγράφω τους αντιπροσώπους του συνεδρίου.

    2. σημειώνω.
    1. εγγράφομαι.
    2. γράφομαι στο μητρώο. || καταχωρούμαι πρωτοκολλούμαι. || σημαδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > регистрировать

См. также в других словарях:

  • γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …   Dictionary of Greek

  • πολιτογραφώ — πολιτογραφῶ, έω, ΝΜΑ [πολιτογράφος] νεοελλ. 1. δίνω υπηκοότητα, εγγράφω αλλοδαπό στους πολίτες ενός κράτους 2. (το παθ.) πολιτογραφούμαι (για λέξη ή όρο) γίνομαι δόκιμος, εντάσσομαι οργανικά στο ισχύον γλωσσικό σύστημα αρχ. 1. κάνω κάποιον πολίτη …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • κάρτα — (I) κάρτα (Α) επίρρ. 1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.) 2. εντελώς, κατ εξοχήν («κάρτα δ ἔστ ἐγχώριος», Αισχύλ.) 3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν… …   Dictionary of Greek

  • κατατάσσω — (AM κατατάσσω και Α αττ. τ. κατατάττω) 1. τοποθετώ κάτι στην κατάλληλη θέση, τακτοποιώ, διευθετώ 2. συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ 3. κατανέμω, ταξινομώ, υπάγω σε μια θέση νεοελλ. (για στρατεύσιμους) ενεργώ την κατάταξη, εγγράφω… …   Dictionary of Greek

  • εισάγω — (AM εἰσάγω) 1. οδηγώ κάποιον μέσα («τόν εισήγαγε στην αίθουσα τού θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ εἰσάγει δόμοις») 2. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο («εἰσάγω καθετήρα...») 3. (για εμπορεύματα) φέρνω από άλλη χώρα («εισάγει πρώτες ύλες»,… …   Dictionary of Greek

  • καταχωρίζω — (AM καταχωρίζω) γράφω κάτι στη δική του θέση σε βιβλίο ή κατάλογο, καταγράφω (α. «η αίτηση μου καταχωρίστηκε στο πρωτόκολλο» β. «οὐ κατεχωρίσθη ὁ ἀριθμὸς ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἠμερῶν τοῡ βασιλέως», ΠΔ) νεοελλ. δημοσιεύω κάτι σε εφημερίδα μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • νηολογώ — ναυτ. εγγράφω πλοίο στο νηολόγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + λογῶ*] …   Dictionary of Greek

  • παραγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ακυρώνω το δικαίωμα αγωγής ή μήνυσης ή διαγράφω αδίκημα λόγω εκπνοής τής καθορισμένης από τον νόμο προθεσμίας 2. γράφω πολύ, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρα από τις δυνάμεις μου 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παραγεγραμμένος, η, ο… …   Dictionary of Greek

  • περιλαμβάνω — ΝΜΑ και περίλαβαίνω Ν [λαμβάνω] νεοελλ. 1. (για κείμενα) περιέχω, διαλαμβάνω, πραγματεύομαι («το νέο βιβλίο περιλαμβάνει την ιστορία τής Τουρκοκρατίας») 2. χωράω, μπορώ να χωρέσω («η νέα αίθουσα μπορεί να περιλάβει 3.000 άτομα) 3. μτφ. επιπλήττω… …   Dictionary of Greek

  • υποθηκεύω — Ν εγγράφω υποθήκη σε ακίνητο περιουσιακό στοιχείο, τό χρησιμοποιώ ως εγγύηση για δάνειο ή για άλλη παροχή που πήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»